εγγράφω
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
Greek Monolingual
(AM ἐγγράφω)
καταγράφω, καταχωρίζω σε μητρώο, κατάλογο κ.λπ. («ὁ μὲν τὸν υἱov ἔπεμψε Φιλίππῳ πρὶν εἰς ἄνδρας ἐγγράψαι», Δημ.)
μσν.
1. χαρακτηρίζω
2. παραχωρώ, μεταβιβάζω
αρχ.
1. χαράζω, κάνω εντομές
2. σχεδιάζω, ζωγραφίζω μέσα ή πάνω σε κάτι
3. χαράζω γράμματα, επιγραφή, γράφω κάπου
4. καταγράφω στον νου, αποτυπώνω
5. γράφω τα ονόματα τών οφειλετών του δημοσίου
6. γράφω κάποιον ως κατηγορούμενο στους καταλόγους του δικαστηρίου, κατηγορώ, καταγγέλλω
7. συγκαταλέγω, καταλογίζω
8. χαρακτηρίζω.