λειχήνη

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ἡ,

   A = μυρτάκανθον, Dsc.4.144.

Greek Monolingual

λειχήνη, ἡ (ΑM)
μσν.
λειχήνα
αρχ.
είδος φυτού, ο μυρτάκανθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λειχήν κατά τα θηλ. σε -η].