λειχήνη

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειχήνη Medium diacritics: λειχήνη Low diacritics: λειχήνη Capitals: ΛΕΙΧΗΝΗ
Transliteration A: leichḗnē Transliteration B: leichēnē Transliteration C: leichini Beta Code: leixh/nh

English (LSJ)

ἡ, = μυρτάκανθον, Dsc.4.144.

Greek Monolingual

λειχήνη, ἡ (ΑM)
μσν.
λειχήνα
αρχ.
είδος φυτού, ο μυρτάκανθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λειχήν κατά τα θηλ. σε -η].