λειχήνη
From LSJ
Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht
English (LSJ)
ἡ, = μυρτάκανθον, Dsc.4.144.
Greek Monolingual
λειχήνη, ἡ (ΑM)
μσν.
λειχήνα
αρχ.
είδος φυτού, ο μυρτάκανθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λειχήν κατά τα θηλ. σε -η].