λειχήν

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειχήν Medium diacritics: λειχήν Low diacritics: λειχήν Capitals: ΛΕΙΧΗΝ
Transliteration A: leichḗn Transliteration B: leichēn Transliteration C: leichin Beta Code: leixh/n

English (LSJ)

ῆνος, ὁ,
A tree-moss, lichen, implied in Thphr. (cf. λειχηνιάω).
2 a kind of liver-wort, that grows on damp rocks, Dsc.4.53; but ἵππειος λ., = ἱππολειχήν, Nic.Th.945.
3 a lichen-like eruption on the skin of animals, esp. on the chin, mentagra, A.Ch.281 (pl.), Hp.Aph.3.20 (pl.), Thphr. Sud.14 (pl.), LXX Le.21.20, Gal.14.75, Aët.8.16; also, of the ground, blight, canker, A.Eu.785 (lyr.).
4 in horses, the normal callosity on foreleg, chestnut, Dsc.2.43 (pl.), Cael.Aur.TP1.138 (pl.).—In codd. freq. written λιχήν.

German (Pape)

[Seite 27] ῆνος, ὁ, die Flechte an den Bäumen, auch eine auf feuchtem Felsen wachsende Flechte, Theophr. u. a. Sp. – Bei Pferden u. anderen Tieren Stellen am Leibe, wo steh statt der Haare flechtenähnliche Gewächse befinden, u. bei Menschen eine Art Ausschlag, Flechte, Medic.

French (Bailly abrégé)

ῆνος (ὁ) :
1 lèpre ; dartre;
2 cal sur la jambe des chevaux;
3 lichen.
Étymologie: λείχω.

Russian (Dvoretsky)

λειχήν: ῆνος ὁ
1 досл. злокачественная болезнь, зараза, перен. пагуба Aesch.;
2 бот., мед. лишай Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λειχήν: ῆνος, ὁ, εἶδος βρύου φυομένου ἐπὶ τῶν δένδρων, Λατ. scabies, Θεόφρ., ὅστις μεταχειρίζεται τὸ λειχὴν ἐπὶ τῆς ἐλαίας καὶ ψώρα ἐπὶ τῆς συκῆς, ἴδε π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 10. 2) «λειχὴν ὁ ἐπὶ τῶν πετρῶν, οἱ δὲ βρύον καλοῦσι» Διοσκ. 4. 53· γίνεται δὲ οὗτος ὁ λειχὴν ἐπὶ ἐνδρόσων κοιλωμάτων πετρῶν· ἀλλά, ἵππειος λ. = ἱππολειχήν, Νικ. Θηρ. 945. 3) ἐξάνθημά τι λειχηνοειδὲς ἐπὶ τῆς ἐπιδερμίδος τῶν ζῷων καὶ μάλιστα ἐπὶ τοῦ πώγωνος (σιαγόνος), mentagra, ὡς καὶ ἐπὶ ἀνθρώπων «λειχήνα», Ἱππ. Ἀφ. 1248, Αἰσχύλ. Χο. 281· παρὰ τοῖς ἵπποις, ψώρα, Διοσκ. 2. 45· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, Αἰσχύλ. Εὐμ. 785. - Ἐν τοῖς ἀντιγράφ. συχνάκις φέρεται λιχήν, ἴδε Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

λειχήν, -ῆνος, ὁ (Α)
βλ. λειχήνας.

Greek Monotonic

λειχήν: -ῆνος, ὁ, είδος βρύου που φυτρώνει στα δέντρα, λειχήνα· έπειτα, λειχηνοειδές εξάνθημα, καρκίνωμα, έλκος, σκορβούτο, ερυσίβη (ασθένεια φυτών), ψώρα, σε Αισχύλ.

Frisk Etymological English

-ῆνος Meaning: lichen
See also: s. λείχω.

Middle Liddell

λειχήν, ῆνος,
a tree-moss, lichen, then, a lichenlike eruption, canker, scurvy, blight, Aesch.

Frisk Etymology German

λειχήν: -ῆνος
{leikhḗn}
Grammar: m.
Meaning: Flechte
See also: s. λείχω.
Page 2,102

English (Woodhouse)

canker, eruption of the skin

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)