κυριοφόρος, -ον (Α)αυτός που φέρει τον Κύριο («κυριοφόρον φάτνην»).[ΕΤΥΜΟΛ. < Κύριος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. θεο-φόρος, κερδο-φόρος.