κυριοφόρος
From LSJ
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
κυριοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει τον Κύριο («κυριοφόρον φάτνην»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κύριος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. θεοφόρος, κερδοφόρος.