Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
[Seite 1516] = κρύφα, Hesych.
κρυφανδόν: «κρυφίως» Ἡσύχ., ἴδε κρυφηδόν.
κρυφανδόν (Α)επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «κρυφηδόν».[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύφα, με πιθ. αναλογική επίδραση του επιθέτου αναφανδόν].