κρυφηδόν
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
Adv., = κρυφῇ (secretly, in secret), opp. ἀμφαδόν, Od. 14.330, cf. QS. 14.60.
German (Pape)
[Seite 1516] = Vorigem, Gegensatz von ἀμ φαδόν, Od. 14, 330. 19, 299 u. sp. D.
French (Bailly abrégé)
adv.
en cachette, en secret.
Étymologie: κρύπτω, -δον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρυφηδόν [κρύπτω] adv., in het geheim.
Russian (Dvoretsky)
κρῠφηδόν: adv. Hom. = κρυφῇ.
English (Autenrieth)
secretly, Od. 14.330 and Od. 19.299.
Greek Monolingual
κρυφηδόν (AM, Α και κρυφανδόν)
επίρρ. κρυφά, μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυφά + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν, (πρβλ. βουστροφηδόν, λυσσηδόν)].
Greek Monotonic
κρῠφηδόν: επίρρ. = το προηγ., αντίθ. προς το ἀμφαδόν, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
κρῠφηδόν: Ἐπίρρ. = τῷ προηγ., ἀντίθετ. τῷ ἀμφαδόν, Ὀδ. Ξ. 330., Τ. 299· παρ᾿ Ἡσύχ., κρῠφανδὸν (ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. κρυφάνδων), σχηματισθὲν ὡς τὸ ἀναφανδόν.
Middle Liddell
= κρῠφῆ, opp. to ἀμφαδόν, Od.]