η λαλώη γλώσσα της καθημερινής ζωής, η γλώσσα του λαού, η γλώσσα που μιλιέται, η δημοτική, σε αντιδιαστολή προς την καθαρεύουσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλουμένη (ενν. γλώσσα), ουσιαστικοποιημένη μτχ. μεσοπαθ. ενεστ. του ρ. λαλώ].