καθαρεύουσα

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek Monolingual

η
όρος που χρησιμοποιείται σε αντιδιαστολή με τη δημοτική, για να χαρακτηρίσει τη μορφή της γραφόμενης ελληνικής γλώσσας που στηρίχθηκε στη λόγια παράδοση του έθνους και που ώς το 1976 ήταν η επίσημη γλώσσα του κράτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. της μτχ. καθαρεύων (καθαρεύω) βλ. και εγκυκλ. λ.].