λακαταπύγων

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

[ῡ], ον, gen. ονος,

   A = καταπύγων with intens. prefix λα-, Ar.Ach.664.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱκαταπύγων: [ῡ], -ον, = καταπύγων μετὰ προθετικοῦ λα-, Ἀριστοφ. Ἀχ. 664.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
abominable débauché.
Étymologie: λα-, καταπύγων.

Greek Monolingual

λακαταπύγων, -ον (Α)
πάρα πολύ αισχρός, ασελγής, επιρρεπής σε παρά φύσιν συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λα- + καταπύγων «αισχρός, ασελγής»].