κυματοαγής
English (LSJ)
ές, (ἄγνυμι)
A breaking like waves, ἆται S.OC1243 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1530] ές, Wogen brechend, bei Soph. O. C. 1245 ch. δειναὶ κυματοαγεῖς ἆται, das wie Wogen anstürmende u. sich brechende, brandende Unheil.
Greek (Liddell-Scott)
κῡμᾰτοᾱγής: -ές, (ἄγνυμι) ὁ ῥηγνύμενος ὡς κῦμα, δειναὶ κυματοαγεῖς ἆται Σοφ. Ο. Κ. 1243.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se brise comme les vagues.
Étymologie: κῦμα, ἄγνυμι.
Greek Monolingual
κυματοαγής, -ές (Α)
αυτός που εκδηλώνεται ή ξεσπά σαν το κύμα («δεινοὶ κυματοαγεῑς ἆται», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -αγής (< ἀγή «σπάσιμο» < ἄγνυμι «σπάζω»)].