λάμνα
English (LSJ)
or λᾰλό-η, ἡ,
A = Λάμια 11, Opp.H.1.370, 5.36.
German (Pape)
[Seite 11] ἡ, ion. λάμνη, ein großer Meerfisch, Opp. Hal. 1, 370. 5, 36, u. s. λαμία.
Greek (Liddell-Scott)
λάμνα: ἡ, Ἰων. λάμνη, = λάμια ΙΙ, Ὀππ. Ἁλ. 1. 370., 5. 36.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
poisson requin.
Étymologie: DELG λαμυρός.
Greek Monolingual
η (Α λάμνα και λάμνη)
γένος ζωοτόκων καρχαριών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια isuridae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λάμια (Ι) κατά τα θηλ. σε -να].