λάμια
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
English (LSJ)
[ᾰ], τά, = χάσματα, Choerob. in An.Ox.2.239 (where Λοίμια), EM555.50; cf. λάμβαι, λάμος.
German (Pape)
[Seite 11] τά, Erdschlünde, E. M. 555, 54; B. A. 1395.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
poisson sorte de requin.
Étymologie: DELG λαμυρός.
Greek Monolingual
(I)
η (AM λάμια)
ως κύριο όν. η Λάμια
μυθ. τερατόσχημο δαιμονικό πλάσμα με γυναικεία μορφή, ανάλογο προς τον βρικόλακα και τρεφόμενο, κυρίως, με ανθρώπινες σάρκες
νεοελλ.
1. μτφ. α) μοχθηρή και κακότροπη γυναίκα
β) αδηφάγο και άπληστο άτομο («τρώει σαν λάμια»)
2. στον πληθ. οι λάμιες
η νόσος ταινία
αρχ.
είδος αδηφάγου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαμ- (πρβλ. λαμυρός) + επίθημα -iya (> -ia), πρβλ. πότνια. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τις μορφές lamia «φάντασμα», lamium «είδος ψαριού»].
(II)
η
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας κεραμβυκίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lamia < λατ. lamia < λάμια].
(III)
λάμια, τὰ (AM)
χάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τους τ. λάμια (ἡ) και λαμυρός.
Russian (Dvoretsky)
λάμια: ἡ ламия (разновидность акулы) Arst.
Frisk Etymological English
See also: s. λαμυρός.
Frisk Etymology German
λάμια: {lámia}
See also: s. λαμυρός.
Page 2,78