λογή

Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

λογή, ἡ (Α)
υπολογισμός, προσοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λογ- (ετεροιωμένη βαθμίδα του θέμ. λέγ- του λέγω) σχηματισμένο πιθ. κατ' απόσπαση από τα σύνθ. σε -λογή (πρβλ. δια-λογή, συλ-λογή)].