λογιστεία

Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ἡ,

   A office of λογιστής, Bull.Inst.Français d' Arch.Orient. 22.193 (Egypt. iii/ii B. C.), Inscr.Délos 396 A19 (ii B. C.), IG12(1).83 (Rhodes, ii A. D.), OGI509.9 (Aphrodisias), PKlein.Form.1010 (iv/v A. D.), Cod.Just.10.56.1, etc.

Greek (Liddell-Scott)

λογιστεία: ἡ, τὸ ἀξίωμαὑπούργημα τοῦ λογιστοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2529, 2741. 9, κτλ.

Greek Monolingual

η (AM λογιστεία) λογιστεύω
νεοελλ.
το έργο ή η υπηρεσία του λογιστή ή του λογιστηρίου
αρχ.
το έργο ή το αξίωμα του λογιστή, του οικονομικού ελεγκτή.