ὑπούργημα
From LSJ
ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision
English (LSJ)
-ατος, τό, service, service done or service rendered, Hdt.1.137, And.2.17, X.Hier.8.7.
German (Pape)
[Seite 1238] τό, erwiesener Dienst, geleistete Hülfe; Her. 1, 137; Andoc. 2, 17 im plur.; Xen. Hier. 8, 7.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
aide, assistance.
Étymologie: ὑπουργέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπούργημα: ατος τό услуга или помощь Her., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπούργημα: τό, ὑπηρεσία γενομένη βοήθεια, ἐπικουρία, ὠφέλεια, Ἡρόδ. 1. 137, Ἀνδοκ. 21. 41, Ξεν. Ἱέρων 8, 7.
Greek Monolingual
-ήματος, το / ὑπούργημα, ΝΑ ὑπουργῶ
νεοελλ.
δημόσιο αξίωμα, κυρίως ανώτερη δημόσια θέση
αρχ.
εξυπηρέτηση, προσφορά.
Greek Monotonic
ὑπούργημα: -ατος, τό, προσφερόμενη, παρεχόμενη υπηρεσία, σε Ηρόδ., Ξεν.
Middle Liddell
ὑπουργός
a service done or rendered, Hdt., Xen.