λιθοκάρδιος

Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ον,

   A stony-hearted, Sch.E.Or.121.

German (Pape)

[Seite 45] mit steinernem Herzen, ἄνθρωπος, Schol. Eur. Or. 121; K. S..

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοκάρδιος: -ον, ὁ ἔχων λιθίνην καρδίαν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 121, Ἐκκλ. - οὐσιαστ., λιθοκαρδία, ἡ, Γερμ. Κων/πόλεως σ. 688, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

λιθοκάρδιος, -ον (AM)
σκληρόκαρδος
μσν.
μτφ. ξεροκέφαλος, αναίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -κάρδιος (< -καρδία), πρβλ. θρασυ-κάρδιος, μελανο-κάρδιος].