αναίσθητος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναίσθητος, -ον)
1. αυτός που δεν αισθάνεται, που δεν έχει αίσθηση ή αισθητικότητα
2. αμβλύς, νωθρός κατά τις αισθήσεις της ηδονής και του πόνου
3. ο δίχως συναίσθηση, απαθής, αδιάφορος, ασυγκίνητος, ανάλγητος
4. αυτός που έχασε τις αισθήσεις του, λιπόθυμος
αρχ.
1. ο νωθρός κατά την αντίληψη, ανόητος, βλάκας
2. αυτός που δεν τον αισθάνεται κανείς
3. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀναίσθητον
η αναισθησία
4. φρ. «ἀναισθήτως ἔχω», είμαι αναίσθητος ή αδιάφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + αἰσθητός < αἰσθάνομαι.
ΠΑΡ. αναισθησία, αναισθητώ
νεοελλ.
αναισθητήριος, αναισθητίαση, αναισθητίζω, αναισθητικός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναισθητοποιώ].