μαιμώ

Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

μαιμῶ, -άω, (Α)
1. επιθυμώ σφοδρά, λαχταρώ («μέμησε δὲ oἱ φίλον ἧτορ», Ομ. Ιλ.)
2. κινούμαι ορμητικά, μαίνομαι («μαιμᾷ πέλας... δίπος ὄφις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαι-μά-ω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα mē- «επιθυμώ σφοδρά» και εμφανίζει επιτατικό αναδιπλασιαμό. Ο αόρ. μαίμησα είναι υστερογενής. Η λ. συνδέεται με τα μαίομαι και μῶμαι.