μακροπροσωπία

Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η μακροπρόσωπος
1. το να έχει κάποιος μακρύ πρόσωπο
2. ανθρωπολ. η επικράτηση του ύψους έναντι του πλάτους στις διαστάσεις του προσώπου, αλλ. λεπτοπροσωπία.