μακροπρόσωπος

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροπρόσωπος Medium diacritics: μακροπρόσωπος Low diacritics: μακροπρόσωπος Capitals: ΜΑΚΡΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: makroprósōpos Transliteration B: makroprosōpos Transliteration C: makroprosopos Beta Code: makropro/swpos

English (LSJ)

μακροπρόσωπον, long-faced, PGrenf.2.15 i 12, al. (ii B. C.), PLond.3.879 (ii B. C.), Peripl.M.Rubr.62, Anatol. in Cat.Cod.Astr.8 (3).188, etc.

Greek (Liddell-Scott)

μακροπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων μακρὸν πρόσωπον, Ἀρρ. Περίπλ. σ. 35.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM μακροπρόσωπος, -ον)
αυτός που έχει μακρύ πρόσωπο, μακρομούρης
νεοελλ.
αυτός που εμφανίζει μακροπροσωπία.

German (Pape)

mit langem Gesichte, Sp.