μακροπόρευτος

Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

ον,

   A far-journeying, μ. βίος PLit.Lond.98 ii 12 (Dioscorus).

Greek Monolingual

μακροπόρευτος, -ον (Α)
πάπ. αυτός που πορεύεται μακριά ή εκτείνεται σε μεγάλη χρονική απόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πορευτός (< πορεύομαι)].