λίπας

Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

[ῐ], τό,

   A = λίπος, used by Aret. in nom. λίπας, CD2.3, SD2.9; gen. λίπαος CA1.1; dat. λίπαϊ ibid.

German (Pape)

[Seite 51] αος, τό, = λίπος, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

λίπᾰς: [ῐ], τό, = λίπος, ἐν χρήσει παρ’ Ἀρεταίῳ κατ’ ὀνομ. λίπας, Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 3· γεν. λίπαος Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1· δοτ. λίπαϊ αὐτόθι.

Greek Monolingual

λίπας, τὸ (Α)
λίπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λίπος (τὸ), κατά το κρέας.