λιπόχρωμα

Revision as of 06:43, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
(βιοχ.) χρωστική που προέρχεται από το καροτένιο και χρωματίζει κίτρινα τα λίπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lipochrome < lip(o)- (< λίπος) + -chrome (< χρώμα)].