λυγκίον

Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

English (LSJ)

τό, Dim. of λύγξ (A), Callix.2.

Greek (Liddell-Scott)

λυγκίον: τό, ὑποκορ. τοῦ λύγξ, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 201C.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit lynx, animal.
Étymologie: λύγξ¹.

Greek Monolingual

λυγκίον, τὸ (Α) [[[λυγξ]] (I)]
μικρός σε ηλικία ή σε μέγεθος λύγκας.