λούσο

Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
1. πολυτελής καλλωπισμός, ιδίως της ενδυμασίας
2. πολυτέλεια
3. φρ. «άσ' τα λούσα» ή «ας σού λείπουν τα λούσα» — άσε τα προσχήματα, μίλα σταράτα, χωρίς περιστροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lusso < λατ. luxus «πολυτέλεια»].