πολυτέλεια
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
Ion. πολυτελείη, ἡ,
A great expense, extravagance, great expenditure, expensive life, luxury, gaudiness, wealth, opulence opp. εὐτέλεια, Hdt.2.87, Th.6.12; τρυφὴ καὶ πολυτέλεια X.Mem.1.6.10; πολυτέλεια τῶν βίων Plb.13.1.1, cf. 9.10.5, etc.
2 costliness, high cost, high value, ἐσθῆτος X.Lac.7.3, etc.
German (Pape)
[Seite 674] ἡ, großer Aufwand; Thuc. 6, 12; ἐσθῆτος, Xen. Lac. 7, 3; καὶ τρυφή, Mem. 1, 6, 10; ion. πολυτεληΐη, Her. 2, 87; τοῦ βίου, Luxus, Pol. 13, 1, 1; ἡ περὶ τοὺς βίους, 6, 57, 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 grande dépense ; magnificence;
2 en mauv. part dépenses insensées.
Étymologie: πολυτελής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυτέλεια -ας, ἡ, Ion. πολυτελείη [πολυτελής] overdaad, pracht en praal:. τὴν εὐδαιμονίαν οἰομένῷ τρυφὴν καὶ πολυτέλειαν εἶναι in de mening dat het geluk luxe en overdaad is Xen. Mem. 1.6.10.
Russian (Dvoretsky)
πολυτέλεια: ион. πολυτεληΐη ἡ
1 большие расходы Her., Thuc.;
2 расточительность, тж. пышность, роскошь (ἐσθῆτος Xen.; τοῦ βίου и περὶ τοὺς βίους Polyb.).
Greek Monolingual
η, ΝΑ πολυτελής
1. το να ζει κανείς ξοδεύοντας πολλά χρήματα, πολυδάπανα («τὴν εὐδαιμονίαν οἰομένῳ τρυφὴν καὶ πολυτέλειαν εἶναι», Ξεν.)
2. ο πλούτος της εμφάνισης, η μεγαλοπρέπεια, το λούσο
νεοελλ.
1. (οικον.) η χρήση αντικειμένων και η δαπάνη χρηματικών ποσών τα οποία υπερβαίνουν αισθητά το κανονικό βιοτικό επίπεδο ενός ατόμου
2. συνεκδ. καθετί που αποτελεί περιττό έξοδο, η σπατάλη
3. φρ. α) «κατάστημα πολυτελείας» — η ανώτερη κατηγορία στην οποία κατατάσσεται ένα κατάστημα, ζαχαροπλαστείο, εστιατόριο ή ξενοδοχείο, βάσει της οποίας κανονίζονται και οι τιμές του
β) «φόρος πολυτελείας» — φόρος που επιβάλλεται σε ορισμένα είδη, όπως κοσμήματα, πολύτιμους λίθους, έργα τέχνης, αρώματα, και ο οποίος δικαιολογείται από το γεγονός ότι η αγορά τέτοιων ειδών θεωρείται ένδειξη υψηλού εισοδήματος και, συνεπώς, ένδειξη μεγάλης φοροδοτικής ικανότητας.
Greek Monotonic
πολῠτέλεια: ἡ, πολυτέλεια, χλιδή, τρυφή, σε Ηρόδ., Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠτέλεια: ἡ, τὸ πολυδάπανον τοῦ βίου, τὸ πολυτελῶς ζῆν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὐτέλεια, Ἡρόδ. 2. 87, Θουκ. 6. 12· τρυφὴ καὶ π. Ξεν. Ἀπομν. 1. 6. 10· π. τῶν βίων Πολύβ. 13. 1, 1, πρβλ. 9. 10, 5· ἀντικαλλωπίζεσθαι πρὸς τὴν πολυτέλειαν εὐτελείᾳ Πλουτ. Ἠθικ. 406D. 2) τὸ πολυδάπανον πράγματός τινος, ἐσθῆτος Ξεν. Λακ. 7. 3.
Middle Liddell
πολῠτέλεια, ἡ,
extravagance, Hdt., Thuc. [from πολῠτελής]
English (Woodhouse)
costliness, expensiveness, extravagance, squandering
Lexicon Thucydideum
magnus sumptus, great outlay, 6.12.2 (de Alcibiade concerning Alcibides).
Translations
wealth
Afar: gadda; Albanian: pasuri; Arabic: أَمْوَال, ثَرْوَة; Armenian: հարստություն, ինչք, բարիք; Aromanian: aveari; Azerbaijani: sərvət, dövlət, var-dövlət; Bashkir: байлыҡ; Basque: aberastasun; Belarusian: багацце, заможнасць; Bengali: ধন; Bulgarian: богатство; Burmese: ဓန, စည်းစိမ်, ဘောဂ; Catalan: patrimoni, riquesa; Chichewa: chuma; Chinese Cantonese: 財富, 财富; Mandarin: 財富, 财富; Min Nan: 財富, 财富; Czech: bohatství; Danish: rigdom; Dutch: rijkdom; Edo: ẹ̀fè; Esperanto: riĉeco; Estonian: rikkus; Finnish: varallisuus; rikkaus, rikkaudet; French: richesse; Galician: facenda, riqueza; Georgian: სიმდიდრე; German: Reichtum, Vermögen; Gothic: 𐍆𐌰𐌹𐌷𐌿, 𐌲𐌰𐌱𐌴𐌹; Greek: πλούτος; Ancient Greek: ἀγαθά, ἄφενος, ἀφθονία, ἔργον, εὐδαιμονία, εὐδαιμονίη, εὐδαιμοσύνη, εὐκαιρία, εὐκαιρίη, εὐμοιρία, εὐπορία, κτῆμα, ὄλβος, περιουσία, πιότης, πλοῦτος, τὸ εὔπορον, ὑπόστασις, χρήματα; Hausa: dukiya; Hebrew: עושר \ עֹשֶׁר; Hindi: धन, संपत्ति; Hungarian: gazdagság; Icelandic: auður; Igala: ídúù, ùrà, ánána; Igbo: àkụ̀, ọkụ̀, ụ̀ba; Irish: saibhreas; Italian: ricchezza, patrimonio; Izon: ụngọ́, tími-èbií; Japanese: 財産, 富, 財, 富裕; Javanese: bandha; Jeju: 부; Karakhanid: نانْكْ; Kazakh: байлық; Khmer: វត្ថុ, ធន; Korean: 부유(富裕), 부(富); Krio: gentri; Kurdish Northern Kurdish: serwet, dewlet; Kyrgyz: байлык; Lao: ຄວາມຮັ່ງມີ, ຊັບສິນ, ສິນ, ຊັບ; Latin: ops, divitiae, locupletatio; Latvian: bagātība, turība; Lithuanian: turtas; Low German: Riekdom; Lutshootseed: ʔiʔab; Macedonian: богатство; Malay: kekayaan; Malayalam: സമ്പത്ത്; Manchu: ᡠᠯᡳᠨ; Middle English: win, wele, welthe; Ngazidja Comorian: mali; Norwegian Bokmål: rikdom; Occitan: riquesa; Old English: wela; Pashto: ثروت, دارايي, دولت; Persian: ثروت; Polish: zamożność, bogactwo, bogatość; Portuguese: riqueza; Quechua: kapuy; Romanian: avere, bogăție; Russian: богатство, благосостояние; Saho: gadda; Sanskrit: धन्य; Scottish Gaelic: ionmhas, beartas, maoin; Serbo-Croatian Cyrillic: бога̀тство; Roman: bogàtstvo; Slovak: bohatstvo; Slovene: bogástvo; Somali: maal; Spanish: prosperidad, riqueza; Swedish: rikedom, förmögenhet, välstånd; Tagalog: yaman; Tajik: сарват, боигарӣ, дороӣ, давлат; Tatar: байлык; Telugu: ఐశ్వర్యము, ధనము; Thai: ความรวย, ความมั่งคั่ง, ธน; Tibetan: ཕྱུག; Turkish: servet, varlık; Turkmen: baýlyk; Ukrainian: багатство, заможність; Urdu: ثروت, دھن, دولت; Uyghur: بايلىق; Uzbek: boylik, sarvat, davlat; Vietnamese: tài phúc, sự giàu có; Volapük: lieg; Yiddish: רײַכקײַט; Yoruba: ọlà, ọrọ̀; ǃXóõ: ǂkxʻái
opulence
Catalan: opulència; Dutch: rijkdom, weelde; Finnish: vauraus; German: Reichtum, Wohlstand; Greek: χλιδή, πολυτέλεια; Ancient Greek: ἀμφιλάφεια, ἀμφιλαφία, εὐδαιμονία, εὐδαιμονίη, εὐδαιμοσύνη, εὐκτημοσύνη, εὐχρηματία, θαλία, μαμωνᾶς, μεγαλειότης, πιότης, πολυτέλεια, πλοῦτος, τιμιότης; Latin: opes, opulentia; Polish: obfitość; Romanian: opulență; Russian: богатство; Spanish: opulencia; Swedish: rikedom
costliness
Finnish: kalleus; Greek: ακρίβεια; Ancient Greek: δαπάνη, δαπανηρία, πολυτέλεια, πολυτελείη, πολυτεληΐη, τιμιότης; Irish: costasacht, daoire, luachmhaireacht, ardchostas; Latin: caritas; Manx: ard-leagh; Serbo-Croatian Cyrillic: скупо̀ћа; Roman: skupòća
prodigality
Arabic: إِسْرَاف, تَبْذِير, سَرَف; Armenian: շվայտություն; Bulgarian: разточителство, прахосничество; Czech: marnotratnost, rozhazovačnost, hýřivost; Dutch: kwistigheid, verspilzucht; French: prodigalité; Greek: σπατάλη, ασωτία; Ancient Greek: ἀσωτεία, ἀσωτία, ἀφειδία, δαπάνη, δαπανηρία, δαψίλεια, πρόεσις, φιλοτιμία, φιλοτιμίη; Irish: caifeachas; Persian: اسراف; Romanian: prodigalitate; Russian: транжирство, мотовство; Scottish Gaelic: ana-caitheamh; Tagalog: sakmata