καλλωπισμός
σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)
English (LSJ)
ὁ,
A adorning oneself, making a display, Id.R.572c; showing off, ὁ πρὸς ἵππους κ. X.Eq.10.16, cf. Jul.Mis.349c.
II ornamentation, κ. φορτικός Hp.Medic.2; εἰς κ. for ornament, X.An.1.9.23; καλλωπισμοὶ οἱ περὶ τὸ σῶμα Pl.Phd. 64d.
2 making euphonious, of words, Id.Cra.414c, 426d.
b Rhet., embellishment, φράσεως Steph.in Hp.2.419D.
German (Pape)
[Seite 1312] ὁ, das Schmücken, ein schönes Ansehen Geben; διὰ τὸν καλλωπισμὸν στάσις ὠνόμασται Plat. Crat. 426 d; Schmuck, Zierrath, τοὺς περὶ τὸ σῶμα Phaed. 64 d; Rep. IX, 472 c; ὡς εἰς καλλωπισμόν Xen. An. 1, 9, 23; vom Pferde, der stolze Gang, de re equ. 10, 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
parure, ornement recherché.
Étymologie: καλλωπίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλωπισμός -οῦ, ὁ [καλλωπίζω] praalzucht:. παιδιᾶς τε καὶ καλλωπισμοῦ ἕνεκα omwille van vermaak en vertoon Plat. Resp. 572c. versiering, sieraad:; καλλωπισμοὶ οἱ περὶ τὸ σῶμα versierselen van het lichaam Plat. Phaed. 64d; verfraaiing:. ὑπὸ καλλωπισμοῦ om (de namen) mooier te laten klinken Plat. Crat. 414c.
Russian (Dvoretsky)
καλλωπισμός: ὁ
1 красота, изящество (τοῦ ἵππου Xen.): διὰ τὸν καλλοπισμόν Plat. для (придания) красоты;
2 украшение: εἰς καλλοπισμόν Xen. для украшения; οἱ περὶ τὸ σῶμα καλλοπισμοί Plat., телесные украшения, наряды.
Greek Monolingual
ο (AM καλλωπισμός) καλλωπίζω
ο στολισμός, ο ευτρεπισμός, ο εξωραϊσμός της εξωτερικής εμφάνισης προσώπου ή πράγματος (α. «ο καλλωπισμός, ή να είπω ούτως, κτενισμός και στολισμός της γλώσσης», Κορ.
β. «ὅσα τῷ σώματι αὐτοῦ κόσμον πέμποι τις ἤ ὡς εἰς πόλεμον ἢ ὡς εἰς καλλωπισμόν», Ξεν.)
μσν.
1. το μέσο με το οποίο κάποιος στολίζεται ή στολίζει, το στολίδι
2. η μόρφωση, η καλλιέργεια
μσν.-αρχ.
η επιτήδευση για τον εξωραϊσμό του λόγου
αρχ.
1. η επίδειξη, το καμάρωμα («τὰς χρηματιστικὰς ἐπιθυμίας τιμῶντι μόνας, τὰς δὲ μὴ ἀναγκαίους, ἀλλὰ παιδιᾶς καὶ καλλωπισμοῦ ἕνεκα γιγνομένας, ἀτιμάζοντι», Πλάτ.)
2. ο μετασχηματισμός τών φθόγγων μιας λέξης προς επίτευξη ευφωνίας.
Greek Monotonic
καλλωπισμός: ὁ,
I. στολισμός, επίδειξη, φιγούρα, σε Πλάτ., Ξεν.
II. διακόσμηση, διάκοσμος, εἰς κ., λέγεται για στολισμό, σε Ξεν.· καλλωπισμοὶ περὶ τὸ σῶμα, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
καλλωπισμός: ὁ, τὸ καλλωπίζεσθαι, ἐπιδείκνυσθαι, Πλάτ. Πολ. 572C, Κρατ. 414C, 426D· ἐπὶ ἵππου, «καμάρωμα», Ξεν. Ἱππ. 10, 16. ΙΙ. διακόσμησις, διάκοσμος, Ἱππ. 19. 45· εἰς καλλωπισμόν, πρὸς στολισμόν, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 23· καλλωπισμοὶ περὶ τὸ σῶμα Πλάτ. Φαίδ. 64D.
Middle Liddell
καλλωπισμός, οῦ,
I. an adorning oneself, making a display, Plat., Xen.
II. ornamentation, εἰς κ. for ornament, Xen.; καλλωπισμοὶ περὶ τὸ σῶμα Plat.