ματς

Revision as of 06:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
το
(άκλιτο)
1. αγώνας μεταξύ δύο αθλητών ή μεταξύ δύο ομάδων («δυστυχώς, δεν έλειψε και από αυτό το ποδοσφαιρικό ματς η βία»)
2. φρ. «δίνω ματς» — καβγαδίζω, τσακώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. match].———————— (II)
τα
(άκλιτο)
1. (συνήθως μαζί με το μουτς) ο ήχος του φιλιού
2. φρ. «άρχισαν τα ματς και τα μουτς» — άρχισαν να φιλιούνται.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή ηχομιμητική λ.].