ματαιόφημος

Revision as of 06:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

English (LSJ)

ον,

   A = ματαιολόγος, Phot.s.v. λῆρος.

Greek (Liddell-Scott)

ματαιόφημος: μάταια ληρῶν, φλύαρος, Φώτ. ἐν λέξ. λῆρος.

Greek Monolingual

ματαιόφημος, -ον (Α)
αυτός που λέει μάταια, απερίσκεπτα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -φημος (< φήμη), πρβλ. υστερό-φημος].