λῆρος

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῆρος Medium diacritics: λῆρος Low diacritics: λήρος Capitals: ΛΗΡΟΣ
Transliteration A: lē̂ros Transliteration B: lēros Transliteration C: liros Beta Code: lh=ros

English (LSJ)

(A), ὁ,
A trash, trumpery, of what is showy but useless, λήροις ἀναδῶν τοὺς νικῶντας Ar.Pl.589; τραγικὸς λ. Id.Ra.1005; λῆρόν τε τἄλλ' ἡγεῖτο τοῦ γνῶναι πέρι φύσεις ποιητῶν no good as connoisseurs of poets, ib.809; λ. πάντα πρὸς τὸ χρυσίον Antiph.232.1, cf. X.An.7.7.41; λ. εἶναι δοκεῖ τὸ νόμισμα, φύσει δ' οὐθέν mere trash, Arist.Pol.1257b10; a mere trifle, Pl.Phd.72c, Men.Epit.60; λ. ἐστι τἄλλα πρὸς Κινησίαν there's naught to compare with Cinesias, Ar. Lys.860; οἱ ποιηταὶ λ. εἰσιν useless, futile, Xenarch.7.1; ποιητῶν λ. Cratin.306; ἐμὲ μὲν λ. ἡγεῖσθαι Pl.Chrm.176a, cf. Tht.176d, Luc. DMeretr.10.3; λεπτοτάτων λ. ἱερεῦ Ar.Nu.359; λῆροι καὶ παιδιαί, of flute-playing at banquets, Pl.Prt.347d; λῆροι καὶ φλυαρίαι futile nonsense, Id.Hp.Ma.304b; ὁδοὺς καὶ κρήνας καὶ λήρους D.3.29; παροψίδες καὶ λῆρος side-dishes and suchlike trumpery, Alex.261.5; παρεὶς λ. πολὺν ἀστακὸν ὠνοῦ Archestr.Fr.24, cf. 35.7; as an exclamation, λῆρος nonsense! humbug! Ar.Pl.23, cf. Eub.41.8.
2 delirium, Hp.Epid.1.26.γ (as v.l. for παράληρος).
II as adjective, silly, ποιητής Luc.Gall.6, cf. Rh.Pr.17. Adv. λήρως Tz.H.13.337. (Perh. derived fr. sq.)

(B) (Boeot. λεῖρος IG7.2421), ὁ, gold ornament on women's tunics, AP6.292 (Hedyl.), cf. Luc.Lex.9, Poll.5.101, Hsch. (Oxyt. in AP l.c., Hsch.)

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. radotage, càd :
1 bavardage, sottise, niaiserie;
2 radoteur;
II. p. ext. 1 objet sans valeur, bagatelle, niaiserie;
2 objet frivole, mondain, particul. ornement pour les femmes.
Étymologie: DELG étym. obscure ; cf. λάρος, λάσκω.

German (Pape)

ὁ, törichtes, albernes Geschwätz, Possen; λῆρος· οὐ γὰρ παύσομαι Ar. Plut. 23; λῆρον ληρεῖς 517; andere com.; καὶ παιδίαι Plat. Prot. 347d. Von Sachen, Tand, Spielerei, Comic. und A.; Plat. Legg. III.698a; λῆρος πάντα δοκεῖ εἶναι πρὸς τὸ ἀργύριον ἔχειν, alles scheint Possen im Vergleich mit dem Besitze des Geldes, Xen. An. 7.7.41; Dem. und A.; selbst von Menschen, οἱ μὲν ποιηταὶ λῆρός εἰσιν Xenarch. bei Ath. VI.225c; ἐμὲ λῆρον ἡγεῖσθαι εἶναι Plat. Charmid. 176a; oft bei Luc., ein Windbeutel, nugator, vgl. D. Mer. 10.3, Gall. 6.

Russian (Dvoretsky)

λῆρος:
1 пустяки, вздор, бессмыслица (λῆρον ληρεῖν Arph.; λῆροι καὶ παιδιαί Plat.);
2 пустяк, ничто: λ. πάντα δοκεῖ εἶναι πρός τι Xen. все кажется пустяком по сравнению с чем-л.;
3 болтун, пустослов (λῆρον ἡγεῖσθαί τινα Plat.);
4 безделушка, побрякушка Luc., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λῆρος: ὁ, ἀνόητος ὁμιλία, ἀνοησία, ματαιολογία, ποιητῶν λ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 5· λ. τραγικὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 1005· λῆρόν τε τἆλλ’ ἡγεῖτο τοῦ γνῶναι πέρι, φλυαρία ἐν συγκρίσει πρὸς τὴν γνῶσιν..., αὐτόθι 809· λῆρος πάντα πρὸς τὸ χρυσίον Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 60, πρβλ. Ἀριστοφ.· ἐπὶ προσώπων, λ. εἶναι δοκεῖ τὸ νόμισμα, φύσει δ’ οὐθέν, «μόνον λόγια», Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 9, 11· λῆρός ἐστι πρὸς Κινησίαν, αὐτὸς εἶναι μηδὲν παραβαλλόμενος πρὸς τὸν Κινησίαν, Ἀριστοφ. Λυσ. 860, πρβλ. Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 10. 3, Ἀλεκτρ. 6· οἱ ποιηταὶ λῆρός εἰσιν Ξέναρχ. ἐν «Πορφύρᾳ» 1· ἐμὲ μὲν λ. ἡγεῖσθαι Πλάτ. Χαρμ. 176A, πρβλ. Φαίδωνα 72C· - ἐν τῷ πληθ. ὡς τὸ Λατ. nugae, λῆροι λεπτότατοι, ἐπὶ τῶν σοφιστῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 359, πρβλ. Πλ. 589· οὕτω παρὰ Πλάτ. Θεαιτ. 176D· λῆροι καὶ παιδιαί, λῆροι καὶ φλυαρίαι, Λατ. tricae et apinae, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 347D, Ἱππ. Μείζονι 304Β· ὁδοὺς καὶ κρήνας καὶ λήρους Δημ. 36. 18· καὶ καθ’ ἑνικ., παροψίδες καὶ λῆρος, παροψίδες καὶ παρόμοιαι ἀνοησίαι, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 5· ὡς ἐπιφώνημα, λῆρος, ἀνοησία! «κολοκύθια!» Ἀριστοφ. Πλ. 23, πρβλ. Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 3. 8· - πρβλ. φλυαρία. 2) παράφορος ὁμιλία, παραφροσύνη, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 974. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., μωρός, μετ’ ἐπιρρ., -ρως, Τζέτζ.

English (Strong)

apparently a primary word; twaddle, i.e. an incredible story: idle tale.

English (Thayer)

ληρου, ὁ, idle talk, nonsense: Xenophon, an. 7,7, 41; Aristophanes, others; plural joined with παιδιαι, Plato, Protag., p. 347d.; with φλυαριαι, ibid., Hipp., major edition, p. 304b.)

Greek Monolingual

(I)
ο (Α λῆρος)
1. ανόητος λόγος, ανοησία, μωρολογία («λὴρον εἶναι δοκεῖ τὸ νόμισμα φύσει δ' οὐδέν», Αριστοτ.)
2. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για πρόσ.) φλύαρος, μωρός, ανόητος (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ λῆρος ἐκεῖνος τοιαῦτα παιδεύων τὸ μειράκιον», Λουκιαν.
β. «ἔα χαίρειν τὸν λῆρον ἐκεῖνον ποιητὴν οὐδὲν εἰδότα ὀνείρων πέρι», Λουκιαν.)
αρχ.
1. παραλήρημα
2. (και ως επιφών.) λῆρος!
ανοησίες, βλακείες
3. μηδενικό, κωθώνι («λῆρός ἐστι πρὸς Κινησίαν» — είναι ένα μηδενικό μπροστά στον Κινησία)
4. πράγμα επιδεικτικό, αλλά χωρίς εσωτερική αξία («λήροις ἀναδῶν τοὺς νικῶντας», Αριστοφ.).
επίρρ...
λήρως (Μ)
με ανόητο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Αν χωριστεί ο τ. λῆ-ρος με βάσει το θέμα λη-, μπορεί να ενταχθεί σε μια σειρά λέξεων που αναφέρονται στη φωνή και να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα lā που, εμφανίζεται σε ηχομιμητικές λέξεις (πρβλ. λιθουαν. -ju, -ti, αρχ. σλαβ. la-jo, -jati «κραυγάζω» αρμ. lam «κλαίω»). Μπορεί επίσης να συνδεθεί με τα λάρος, λάσκω, λάλος, λαίειν.
ΠΑΡ. ληρώ, ληρώδης
αρχ.
ληραίνω, ληρότης.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) ληρολόγος, ληρόσοφος
αρχ.
Ληρόκριτος, ληροφρονώ
μσν.
ληρομυθουργία. (Β' συνθετικό) παράληρος
μσν.- νεοελλ.
κρονόληρος].
(II)
λῆρος, βοιωτ. τ. λεῖρος, ὁ (Α)
χρυσό κόσμημα που φορούσαν οι γυναῖκες στον χιτώνα τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για ιδιαίτερη σημ. του τ. λῆρος (Ι)].

Greek Monotonic

λῆρος: Α, ὁ, ανόητη ομιλία, ανοησία, ματαιολογία, σε Αριστοφ.· λέγεται για πρόσωπα, ανόητος, ασήμαντος, σε Πλάτ.· λῆροι λεπτότατοι, λέγεται για τους σοφιστές, σε Αριστοφ.· ως επιφών., λῆρος, ανοησία! «κολοκύθια!», στον ίδ.
λῆρος: Β, ὁ, μικρό κόσμημα από χρυσό που φορούσαν οι γυναίκες, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

1
Grammatical information: m.
Meaning: trash, trumpery, nonsense (Att., Hp.).
Derivatives: ληρ-ώδης silly (Pl., Arist.) with -ωδία (Hdn.), -ωδέω (Phot.), -ώδημα (Suid.). - Besides, prob. as denomin., ληρέω, -ῆσαι, also with prefix like παρα-, ἀπο-, κατα-, be foolish, silly, speak ... (Att., Hp.) with (παρα- )λήρ-ημα (Pl.), -ησις (Hp., Plu.); backformation παρά-ληρος delirious (Hp., Ph.). Also ληρ-αίνω id. (Ph., H.; after ἀφραίνω a. o., Debrunner IF 21, 57), ληρεία = λήρησις (Phld.; as if from *ληρεύω).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. An analysis λῆ-ρος makes connection possible with a widespread group of onomatop. words with *la-, Lith. ló-ju, ló-ti, OCS la-jǫ, -jati bark, abuse, Arm. la-m cry, Lat. lā-mentum lament; besides with short vowel λάρος, λάσκω (s. vv.); also λαίειν, λαήμεναι φθέγγεσθαι H. - Further forms in WP. 2, 377 f., Pok. 650, W.-Hofmann s. lāmentum, Fraenkel Wb. s. lóti.
2
Grammatical information: m.
Meaning: golden ornament on womans cloth (Delos IIa, AP, Luc., Poll., H.).
Other forms: or ληρός, Boeot. λειρος (IG 7, 2421)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Perhaps a special use of 1. λῆρος trash: rather improbable. After Grošelj Živa Ant. 4, 173 to λῶμα, εὔληρα, s. vv.

Middle Liddell

λῆρος, ὁ,
silly talk, nonsense, trumpery, Ar.:—of persons, nonsense, a trifler, Plat.; λῆροι λεπτότατοι, of sophists, Ar.; as an exclamation, λῆρος, nonsense! humbug! Ar.

Frisk Etymology German

λῆρος: 1.
{lē̃ros}
Grammar: m.
Meaning: leere Possen, Tand, albernes Geschwätz, unbedeutende Kleinigkeiten (att., Hp.).
Derivative: Davon ληρώδης läppisch, albern (Pl., Arist. u. a.) mit -ωδία (Hdn.), -ωδέω (Phot.), -ώδημα (Suid.). — Daneben, wohl als Denominativum, ληρέω, -ῆσαι, auch mit Präfix wie παρα-, ἀπο-, κατα-, Possen treiben, schwatzen, faseln (att., Hp.) mit (παρα- )λήρημα (Pl. u. a.), -ησις (Hp., Plu. u.a.); Rückbildung παράληρος faselhaft, Faselei (Hp., Ph.). Auch ληραίνω ib. (Ph., H.; nach ἀφραίνω u. a., Debrunner IF 21, 57), ληρεία = λήρησις (Phld.; wie von *ληρεύω).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Eine Zerlegung λῆρος ermöglicht Anknüpfung an eine weitverbreitete Schallwortgruppe in lit. -ju, -ti, aksl. la-, -jati bellen, schelten, arm. la-m weinen, lat. -mentum Wehklage, alles idg. -; daneben mit kurzem Vokal λάρος, λάσκω (s. dd.); auch λαίειν, λαήμεναι· φθέγγεσθαι H. — Weitere Formen m. Lit. bei WP. 2, 377 f., Pok. 650, W.-Hofmann s. lāmentum, Fraenkel Wb. s. lóti.
Page 2,118
2.
{lē̃ros}
Forms: od. ληρός, böot. λειρος (IG 7, 2421)
Grammar: m.
Meaning: goldener Schmuck am Frauengewand (Delos IIa, AP, Luk., Poll., H.).
Etymology: Vielleicht handelt es sich nur um einen Sondergebrauch von 1. λῆρος Tand. Nach Grošelj Živa Ant. 4, 173 zu λῶμα, εὔληρα, s. dd.
Page 2,118

Chinese

原文音譯:lÁroj 累羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:忘記 湧出
字義溯源:胡言^,無益的談論,無意義的話
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 胡言(1) 路24:11

English (Woodhouse)

babble, nonsense, foolish talk, idle chatter, idle talk, something of no value, trifting

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)