μεσούρανα

Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και μεσοούρανα, τα
1. το μέσον του ουρανού
2. (ως τοπ. επίρρ.) μεσούρανα και μεσοούρανα
στο μέσο του ουρανού, μεσουρανίςμεσούρανα φάνηκε το άστρο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ουρανός μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. μεσούρανος].