μεσουρανίς

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

επίρρ. στο μέσον του ουρανού, μεσούραναμεσουρανίς η ολόφεγγη η Σελήνη / λαμποκοπά κι αστράφτει πέρα ώς πέρα», Γρυπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσούρανα + επιρρμ. κατάλ. -ίς (πρβλ. αποβραδίς).].