μοσχίον

Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

τό, Dim. of μόσχος (B),

   A young calf, Ephipp.15.12, Theoc.4.4,44, PGoodsp.Cair. 30 ii 10 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 209] τό, dim. von μόσχος, Kälbchen; Ephipp. bei Ath. VIII, 359 (v. 12); Theocr. 4, 4. In VLL. auch = μοσχίδιον.

Greek (Liddell-Scott)

μοσχίον: τό, ὑποκορ. τοῦ μόσχος (Β), μικρὸς μόσχος, μοσχάριον, Ἔφιππος ἐν «Ὁμοίοις» 1, Θεόκρ. 4. 4, καὶ 44.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit veau.
Étymologie: μόσχος.

Greek Monolingual

μοσχίον, τὸ (Α) μόσχος (Ι)]
μικρός μόσχος, μοσχαράκι.