μοσχαράκι

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

το (Μ μοσχαράκι και μουσκαράκι)
1. μικρό μοσχάρι
2. μτφ. κουτούτσικος.