μοσχίδιον
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
[ῐ], τό, Dim. of μόσχος (A), young shoot, sucker or layer, συκίδων Ar.Ach.996, Ael.Ep.4.
German (Pape)
[Seite 209] τό, dim. von μόσχος, junger Ableger, Wurzelschößlein, μοσχίδια συκίδων, vom Feigenbaume, Ar. Ach. 960.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite marcotte, jeune rejeton tendre.
Étymologie: μόσχος.
Russian (Dvoretsky)
μοσχίδιον: (ῐδ) τό отводок, молодой побег (μοσχίδια συκίδων Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
μοσχίδιον: [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ μόσχος (Α), μικρὰ παραφυάς, συκίδων, ἐκ συκῆς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 996.
Greek Monolingual
μοσχίδιον, τὸ (Α) μόσχος (Ι)]
μικρή παραφυάδα, βλασταράκι («νέα μοσχίδια συκίδων», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
μοσχίδιον: [ῐ], τό, υποκορ. του μόσχος Α, μικρή παραφυάδα, βλαστάρι, συκίδων, από συκιές, σε Αριστοφ.