μιμόβιος

Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ὁ,

   A actor, Man.4.280.

German (Pape)

[Seite 187] in oder von Nachahmung lebend, Maneth. 4, 280.

Greek (Liddell-Scott)

μῑμόβιος: -ον, ὁ ζῶν ἐκ παραστάσεων μίμων, Μανέθων 4. 280.

Greek Monolingual

μιμόβιος, ὁ (Α)
ηθοποιός που ζούσε από παραστάσεις μίμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + -βιος (< βίος)].