μιμόβιος

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑμόβῐος Medium diacritics: μιμόβιος Low diacritics: μιμόβιος Capitals: ΜΙΜΟΒΙΟΣ
Transliteration A: mimóbios Transliteration B: mimobios Transliteration C: mimovios Beta Code: mimo/bios

English (LSJ)

ὁ, actor, Man.4.280.

German (Pape)

[Seite 187] in oder von Nachahmung lebend, Maneth. 4, 280.

Greek (Liddell-Scott)

μῑμόβιος: -ον, ὁ ζῶν ἐκ παραστάσεων μίμων, Μανέθων 4. 280.

Greek Monolingual

μιμόβιος, ὁ (Α)
ηθοποιός που ζούσε από παραστάσεις μίμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῖμος + -βιος (< βίος)].