μεταλλόπλυση
Greek Monolingual
η
(μεταλργ.) ο καθαρισμός και ο εμπλουτισμός τών μεταλλευμάτων, ο οποίος γίνεται με φυσικές μεθόδους και κυρίως με πλύση.
η
(μεταλργ.) ο καθαρισμός και ο εμπλουτισμός τών μεταλλευμάτων, ο οποίος γίνεται με φυσικές μεθόδους και κυρίως με πλύση.