εμπλουτισμός
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
το
1. το να καθίσταται κάτι πλουσιότερο απ' ό,τι είναι στην ποσότητα ή στην ποιότητα («εμπλουτισμός του εμπορεύματος, του προσωπικού, τών γνώσεων, της βιβλιοθήκης»)
2. (για δεξαμενές, λίμνες, αρδευτικά έργα κ.λπ.) η αύξηση της ποσότητας νερού με κατάλληλα υδραυλικά έργα
3. η διασπορά γόνου ψαριών και άλλων υδροβίων σε ιχθυοτροφείο
4. φρ. «εμπλουτισμός μικροβίων» — η καλλιέργεια μικροβίων, η ανάπτυξή τους σε δεδομένο υλικό για διαγνωστικούς σκοπούς
5. φρ. «εμπλουτισμός μεταλλεύματος» — η κατεργασία μεταλλεύματος για να απομακρυνθούν οι άχρηστες προσμίξεις και να αυξηθεί η περιεκτικότητα σε χρήσιμα μέταλλα.