πλύση
Greek Monolingual
η / πλύσις, -εως, ΝΜΑ πλύνω
το να πλένει κανείς κάτι ή να πλένεται, ο καθαρισμός με νερό
νεοελλ.
1. ο καθαρισμός τών ρούχων με νερό και απορρυπαντικά, η μπουγάδα («έχουμε πλύση»)
2. (σχετικά με πληγές) απολυμαίνω με αντισηπτικό («πλύσεις με οξυζενέ»)
3. χημ. εργασία που αποβλέπει στον καθαρισμό ενός ιζήματος στην οποία χρησιμοποιείται αποσταγμένο νερό ή κατάλληλο υγρό
4. προκατεργασία βαφής υφαντικών ινών που εκτελείται με τη χρησιμοποίηση σαπώνων ή απορρυπαντικών
5. τεχνολ. η διαδικασία καθαρισμού ενός αντικειμένου ή ενός προϊόντος από ρύπους ή ανεπιθύμητες προσμίξεις
6. φρ. α) «πλύση εγκεφάλου» — συστηματική άσκηση επίδρασης στην ψυχοσύνθεση ενός ατόμου είτε με την άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας ή και τη χρήση ψυχοφαρμάκων είτε με την επανάληψη και την πρόκληση σύγχυσης
β) ιατρ. «πλύση στομάχου» — η παροχέτευση από το στόμα υγρών που προκαλούν εμετό, με σκοπό τον καθαρισμό του στομάχου από δηλητηριώδεις ουσίες
γ) «πλύση μεταλλεύματος»
(μεταλλ.) διαδικασία με την οποία ένα μετάλλευμα απαλλάσσεται από το μεγαλύτερο μέρος τών ανεπιθύμητων προσμίξεών του με τη χρήση νερού.