1. σβήνω κατά το ήμισυ2. εξασθενώ3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μισοσβη(σ)μένος, -η, -οεξασθενημένος, ασθενής («σαν τραγουδιού φωνή μισοσβημένη», Ζερβ.).