εξασθενώ
From LSJ
ἀναγκαιότεραι μὲν οὖν πᾶσαι ταύτης, ἀμείνων δ᾽ οὐδεμία → accordingly, although all other sciences are more necessary than this, none is more excellent (Aristotle, Metaphysics A 983a10)
Greek Monolingual
(I)
(εξασθενέω) (Α ἐξασθενῶ)
αδυνατίζω, χάνω τις δυνάμεις μου, εξαντλούμαι
μσν.
(νομ.) παύω να ισχύω
αρχ.
1. γίνομαι ασθενέστερος, αδυνατίζω ως προς κάτι («ἐξησθένησε τοῖς λογισμοῖς», Διόδ. Σικ.)
2. δεν έχω αρκετές δυνάμεις για να κάνω κάτι
3. βρίσκομαι σε οικονομική στενότητα.
(II)
(ἐξασθενόω)
εξασθενίζω, επιφέρω αδυναμία, κατάπτωση, εξάντληση.