σβήνω
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Greek Monolingual
και σβένω και σβω και εσφ. τ. σβύνω Ν
1. κάνω κάτι να παύσει να καίει ή να φωτίζει
2. καταπαύω, καταπραΰνω (α. «έσβησε το πάθος του για ζωή» β. «έσβησε την δίψα του με κρασί»)
3. εξαλείφω κάτι που έχει γραφεί, διαγράφω («έσβησε τα ονόματά μας από τον κατάλογο»)
4. (αμτβ.) α) σταματώ να καίω ή να φωτίζω
β) καταπραΰνομαι
γ) (για εξάνθημα) απαλείφομαι, εξαφανίζομαι
δ) (για πρόσωπο) i) χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ («εκεί που μιλούσε, σιγά σιγά έσβησε»)
ii) πεθαίνω
5. φρ. α) «σβήσ' τα όλα» — ξέχασέ τα όλα, πες πως δεν έγινε τίποτε
β) «σβήνω τον ασβέστη» — λειώνω τον ασβέστη μέσα σε νερό για να αναβράσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. σβήνω σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον νέο αόρ. έσβησα (< γ' πληθ. ἔσβησαν του αρχ. αορ. β' ἔσβην του σβέννυμι), πρβλ. σήπομαι / ἐσάπην / ἐσάπησαν > ἐσάπησα > σαπίζω. Ο ενεστ. σβένω < σβήνω κατά τον φωνηεντισμό του σβέννυμι, ο ενεστ. σβω κατά τα συνηρημένα ρ., ενώ ο ενεστ. σβύνω οφείλεται σε εσφ. γρφ.].