μήκυνση

Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α μήκυνσις) μηκύνω
(στην προσωδία) η έκταση βραχέος φωνήεντος σε μακρό, η επέκταση
νεοελλ.
η επιμήκυνση, το μάκρεμα.