ἀκκισμός

Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ὁ,

   A prudery, Philem.4.14, Luc.Am.4, Philostr.Ep.35, Hld.6.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκκισμός: προσποίησις ἀδιαφορίας, σεμνοτυφία, ψευδοκοσμιότης, Φιλήμ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1.14· πρβλ. ἀκκίζομαι.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Alolema(s): ἀκισ- Sch.A.Eu.206 (p.213)
gazmoñería, remilgo Philem.3.14, Ph.4.190, Luc.Am.4, Hld.6.4.1, Hsch.

Greek Monolingual

ο (Α ἀκκισμὸς) ἀκκίζομαι
επίπλαστοι τρόποι, ψευδοσεμνοτυφία.