αἰτιολογητέον

Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

verb. Adj.

   A one must investigate causes, Epicur.Ep.1p.29U.

Greek (Liddell-Scott)

αἰτιολογητέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει νὰ ἀναζητήσῃ τις τὰς αἰτίας, νὰ δικαιολογήσῃ, νὰ αἰτιολογήσῃ τὸ πρᾶγμα, Διογ. Λ. 10. 80.

Spanish (DGE)

hay que indagar las causas ὑπὲρ τῶν μετεώρων Epicur.Ep.[2] 80.

Greek Monolingual

αἰτιολογητέον (Α) αἰτιολογῶ
πρέπει κανείς να ερευνήσει, να αναζητήσει τις αιτίες.