αἰτιολογητέον

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰτιολογητέον Medium diacritics: αἰτιολογητέον Low diacritics: αιτιολογητέον Capitals: ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΤΕΟΝ
Transliteration A: aitiologētéon Transliteration B: aitiologēteon Transliteration C: aitiologiteon Beta Code: ai)tiologhte/on

English (LSJ)

verb. Adj. one must investigate causes, Epicur.Ep.1p.29U.

Spanish (DGE)

hay que indagar las causas ὑπὲρ τῶν μετεώρων Epicur.Ep.[2] 80.

Greek (Liddell-Scott)

αἰτιολογητέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει νὰ ἀναζητήσῃ τις τὰς αἰτίας, νὰ δικαιολογήσῃ, νὰ αἰτιολογήσῃ τὸ πρᾶγμα, Διογ. Λ. 10. 80.

Greek Monolingual

αἰτιολογητέον (Α) αἰτιολογῶ
πρέπει κανείς να ερευνήσει, να αναζητήσει τις αιτίες.