ἀκρόκαρπος
English (LSJ)
ον,
A fruiting at top, φοῖνιξ Thphr.HP1.14.2, al.
German (Pape)
[Seite 83] die Früchte oben habend, φοίνιξ, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόκαρπος: -ον, παράγων καρπὸν ἐπὶ τῆς κορυφῆς, φοῖνιξ, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 1. 14, 2.
Spanish (DGE)
-ον
bot., de árboles que produce el fruto en la parte superior de la copa op. πλαγιόκαρπος Thphr.HP 1.14.2, cf. 3.18.12.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκρόκαρπος, -ον) (για δέντρα) αυτός που καρποφορεί στην κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + καρπός
η λ. πέρασε και στην ξεν. βοτανική ορολογία, πρβλ. αγγλ. acrocarpous].